- σειστός
- -ή, -ό / σειστός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σείω]αυτός που σείεται, που κουνιέται, που ταλαντεύεται (α. «κι εκεί ψηλά που ο ίσκιος των σειστός περνά κι απλώνει», Γρυπ.β. «ὡς ὅδε γε σειστὸς ἄμα τῇ στροφῇ γίγνεται», Αριστοφ.)νεοελλ.αυτός που μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του με τη δράση μιας σεισμικής δόνησηςνεοελλ.-μσν.αυτός που κουνιέται, που λικνίζεται όταν περπατά, λικνιστός, κουνιστός, καμαρωτόςαρχ.(για σκουλαρίκι) αυτός που κρέμεται, ο κρεμαστός («ἐνώτια χρυσᾱ σειστὰ ἐγ κιβωτίῳ», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.